ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μέσα στα πλαίσια της Μεσσηνιακής Λαογραφίας και παράδοσης, λογικό είναι να εντάσσονται και τα ήθη και έθιμα που χαρακτηρίζουν το Μεσσηνιακό λαό.
Η Μεσσηνία έχει τα δικά της ήθη και έθιμα τα οποία όμως αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα η Μάνη έχει τελείως διαφορετικά ήθη και έθιμα από την υπόλοιπη Μεσσηνία, διαφορετικά έχει και η Τριφυλία. Όλα μαζί όμως δίνουν μια άλλη διάσταση στη συνολική Μεσσηνιακή Λαογραφία την οποία αφού ψάξαμε σε διάφορες πηγές, έχετε τη δυνατότητα να γνωρίσετε στο σημερινό μας δημοσίευμα.
Επειδή όμως το σημερινό μας θέμα είναι ατέλειωτο, ενδεχομένως να το δημοσιεύσουμε σε 2 ή και 3 δημοσιεύσεις.
Ελάτε λοιπόν να σας ξεναγήσουμε στις παραδόσεις των Μεσσηνίων και να σας γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω.
Η αλλαγή της χρονιάς είναι πολύ σημαντική στιγμή για όλους τους Έλληνες και όχι μόνο. Συνδέεται άμεσα με την τύχη, την ελπίδα, το φόβο, την αγάπη και την κοινωνικότητα. Οι πρόγονοι μας λοιπόν, θέλοντας να εξασφαλίσουν κατά το δυνατόν την καλή έκβαση των πραγμάτων σε όλους αυτούς τους τομείς χρησιμοποιούσαν διάφορα μέσα, άλλα δεισιδαιμονικά και προληπτικά, αλλά συντροφικά και ανιδιοτελή, όλα τους όμως καθιερωμένα.
Το βράδυ, την ώρα της αλλαγής του χρόνου, η οικογένεια μαζεμένη γύρω από ένα τραπέζι έχει φάει το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, το οποίο είναι κόκορας μακαρονάδα. Οι παλιές νοικοκυρές έφτιαχναν τα μακαρόνια την ίδια μέρα και τα έβραζαν σε άφθονο νερό με λάδι, τα πασπάλιζαν με μυτζήθρα και κανέλλα και τα "έκαιγαν" με λάδι αρωματισμένο με μια φλούδα λεμονιού. Ο κόκορας μαγειρευόταν στην κατσαρόλα αργά μέχρι να μαλακώσει με όλα του τα μυρωδικά και με σάλτσα ντομάτας. Ο νοικοκύρης ευχόταν καλή χρονιά στην αρχή του δείπνου και όλοι έπιναν σε αυτό. Όταν κόντευε να αλλάξει ο χρόνος, όλα τα φώτα και οι φλόγες στο σπίτι έσβηναν, εκτός από το τζάκι και μόλις έμπαινε ο νέος χρόνος, όλοι αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν, και πολύ συχνά οι άντρες του σπιτιού έριχναν ντουφεκιές. Αμέσως μετά, ο νοικοκύρης σταύρωνε τη βασιλόπιτα, το γλυκό της ημέρας, και ευχόταν καλή χρονιά και άρχιζε να κόβει ένα ένα τα κομμάτια με τη γνωστή σειρά "Του Χριστού, Της Παναγίας, του Αγιο-Βασίλη, του φτωχού, του σπιτιού..."
Το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς, τα μέλη της οικογένειας βγαίνοντας από το σπίτι πατούν μια πλατιά πέτρα που έχει φυλάξει η νοικοκυρά από την παραμονή και την έχει τοποθετήσει στο κατώφλι. Πηγαίνοντας προς την εκκλησία, ο νοικοκύρης παίρνει μαζί του ένα ρόδι και στο γυρισμό το σπάει με την είσοδο του στο σπίτι για να φέρει καρποφορία και ευγονία ο νέος χρόνος. Στην εκκλησία παρακολουθούν όλοι τη λειτουργία, αυτή του Μεγάλου Βασιλείου, στον οποίο είναι αφιερωμένη η γιορτή της ημέρας και μετά το πέρας της λειτουργίας, στη μητρόπολη κάθε πόλης ή χωριού γίνεται η δοξολογία για τη νέα χρονιά. Πολλοί κρεμούν πάνω από την εξώπορτα τους ένα μποτσίκι, όπως λέγεται στην τοπική διάλεκτο η αγριοκρεμμύδα, που θεωρείται φυτό που φέρνει γούρι!
Η βασιλόπιτα φτιάχνεται με αυγά, γάλα, αλεύρι και σταφίδες, καρύδια, μύγδαλα - όλα σύμβολα ευγονίας- και πασπαλίζεται με άχνη και κανέλλα. Μέσα της κρύβεται είτε ένα νόμισμα είτε ένα γούρι "που το έβαλε ο αγιο-Βασίλης" και όποιος το βρει είναι το τυχερό πρόσωπο της νέας χρονιάς, και συνήθως η τύχη του αυτή συνοδεύεται από ένα μποναμά, δηλαδή ένα χρηματικό ποσό ως δώρο! Μποναμάδες ή μπουναμάδες δίνονται και στα μικρά παιδιά της οικογένειας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, κυρίως τους άντρες. Το γλυκό της Πρωτοχρονιάς είναι οι κουραμπιέδες, που ετοιμάζονται από την παραμονή και σερβίρονται και ως γλύκισμα από τους εορτάζοντες με τα ονόματα Βασίλης ή Βασιλική!
Πηγή : http://messiniwn-ithi.blogspot.com
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Τα Χριστούγεννα είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία, στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι Έλληνες, είναι η δεύτερη σημαντικότερη γιορτή μετά το Πάσχα. Πριν από τα Χριστούγεννα, από του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), αρχίζει η νηστεία της Σαρακοστής και η ψυχική προπαρασκευή για τη μεγάλη εορτή της γέννησης του Χριστού. Έτσι όλες οι οικογένειες το βράδυ του Αγίου Φιλίππου θ’ αποκρέψουν και θα ευχηθούν: «Καλή σαρακοστή να περάσουμε».
Λίγες μέρες αφού έμπαινε ο Δεκέμβρης, τα αγόρια του χωριού ανέβαιναν σε υψώματα και όλα μαζί φώναζαν δυνατά πολλές φορές «κόλιαντα», για να ακουστούν σε όλο το χωριό. Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα, μέχρι την 23η Δεκεμβρίου. Ήταν μια προειδοποίηση πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κόλιαντα» στα σπίτια του χωριού. Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές. Στα χέρια τους κρατούσαν τις «τζιουμπανίκες», (γερά ξύλα που κατέληγαν σε στρογγυλό σκληρό εξόγκωμα). Σε όλα τα σπίτια τραγουδούσαν το:
Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο στις Αμυγδαλιές Γρεβενών την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονταν η «γουρνοχαρά». Δηλαδή το σφάξιμο των γουρουνιών. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στο χωριό μας, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή (Χρήστος, Χριστίνα, Μανώλης…), γιορτάζουν όχι στις 25, αλλά στις 26 Δεκεμβρίου. Γιατί η «γουρνοχαρά» για να ετοιμαστεί, θέλει πολύ δουλειά και δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές.
Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τσεκούρι για να αποκόψει την καρωτίδα. Υπήρχαν περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να το σφάξουν, οπότε το γουρούνι έτρεχε να ξεφύγει με μισοκομμένο λαιμό.
Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Μανιάτικος ΓδικιωμόςΣτο κλίμα των σκληρών αγώνων επικράτησης μεταξύ των πατριών (οικογενειών), αναπτύχθηκε η βεντέτα, ο λεγόμενος «γδικιωμός» ή δικιωμός - που αφορούσε αρχικά το σόι ή την οικογένεια και όχι το άτομο - ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας.
Την τιμωρία αποφάσιζε ψύχραιμα ένα οικογενειακό συμβούλιο, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης. Η βεντέτα μπορούσε να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας.
Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας, σε περίπτωση πού ο πατέρας έπεφτε θύμα γδικιωμού, ανατρέφονταν με μοναδικό σκοπό μεγαλώνοντας να πάρουν το αίμα του πίσω. Όταν η εκδίκηση ολοκληρωνόταν, η οικογένεια πού πήρε ικανοποίηση κλεινόταν στο σπίτι της, για να μην προκαλέσει την οικογένεια του σκοτωμένου.
Συχνά στόχος ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Το πρώτο κτύπημα δε γινόταν ποτέ απροειδοποίητα η πλευρά που προκαλούσε κήρυσσε επίσημα τον πόλεμο, χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δυο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους κι από κει και πέρα κάθε μέσο καταστροφής ήταν επιτρεπτό.
Ο ουδέτερος πληθυσμός του χωριού στο διάστημα που διαρκούσε η βεντέτα ή κρυβόταν ή απομακρυνόταν όσο να τελειώσει ο μικρός πόλεμος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κώδικας της βεντέτας επέτρεπε μια προσωρινή ανάπαυλα, την «τρέβα» την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος και όταν μάζευαν τις ελιές. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε σε γειτονικά χωράφια με νεκρική σιγή και τη νύχτα εφοδίαζαν τους πύργους με τρόφιμα και πυρομαχικά. Ο αγώνας ξανάρχιζε μόλις τέλειωνε η συγκομιδή.
Μια περιορισμένη ανακωχή μπορούσε επίσης να γίνει όταν ένα μέλος των αντιπάλων οικογενειών είχε βαφτίσια, γάμο ή κάτι ανάλογο. Ο συνηθέστερος φυσικά τρόπος με τον οποίο τέλειωνε η βεντέτα ήταν η εκμηδένιση της μιας μερίδας, οπότε τα υπολείμματά της σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια τους στο νικητή, ο οποίος έμενε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, ώσπου μια άλλη Νυκλιάνικη οικογένεια κατόρθωνε να συγκεντρώσει ή να δημιουργήσει αρκετή δύναμη για να τον προκαλέσει.
Μπορούσε όμως και να μείνει αν ήθελε, στο χωριό η νικημένη παράταξη, αν ζητούσε από το νικητή συγγνώμη με, ένα καθορισμένο τελετουργικό τυπικό. Τα πράγματα ήταν απλούστερα στις περιπτώσεις φόνων δίχως γενικότερες προεκτάσεις, οπότε, ύστερα από μια καθορισμένη, απλούστερη από την προηγούμενη, διαδικασία, ο μετανοημένος φονιάς γινόταν ο ιδιαίτερος προστάτης και ευεργέτης της οικογένειας που αδίκησε όλα αυτά τα θέματα τα τακτοποιούσε ένα τοπικό συμβούλιο, η Γεροντική, μοναδικός Θεσμός, υπό τον μπέη ή τον αρχικαπετάνιο, που φρόντιζε για την τάξη στη Μάνη.
Ένα γεγονός που μπορούσε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη ήταν η τουρκική απειλή. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν η γενική τρέβα που ζήτησε ο Μαυρομιχάλης την παραμονή του πόλεμου της Ανεξαρτησίας.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΑΣ
Μέσα στα πλαίσια της Μεσσηνιακής Λαογραφίας και παράδοσης, λογικό είναι να εντάσσονται και τα ήθη και έθιμα που χαρακτηρίζουν το Μεσσηνιακό λαό.
Ηλιοβασίλεμα μέσα από τη νησίδα Τσιχλίμπαμπα |
Επειδή όμως το σημερινό μας θέμα είναι ατέλειωτο, ενδεχομένως να το δημοσιεύσουμε σε 2 ή και 3 δημοσιεύσεις.
Ελάτε λοιπόν να σας ξεναγήσουμε στις παραδόσεις των Μεσσηνίων και να σας γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω.
Πρωτοχρονιάτικα έθιμαΗ Μεσσηνία, ως νομός της Πελοποννήσου μοιράζεται πολλές από τις παραδόσεις της με το σύνολο του γεωγραφικού διαμερίσματος στο οποίο ανήκει. Όμως, υπάρχουν κάποια πολύ συγκεκριμένα ήθη και έθιμα τα οποία απαντώνται μόνο στον τόπο μας. Ειδικά αυτές τις γιορτινές μέρες βλέπουμε ακόμα και στα δικά μας χρόνια να συνεχίζονται συνήθειες αιώνων, που φτάνουν ως εμάς από τα αρχαία χρόνια, την πρωτοχριστιανική περίοδο, τη βυζαντινή εποχή, τον τουρκικό ζυγό και κάθε άλλη περίοδο που έχει διαβεί πάνω από τούτο το μέρος μαζί με τον καιρό και τους χρόνους.
Λιμνοθάλασσα Γιάλοβας |
Το βράδυ, την ώρα της αλλαγής του χρόνου, η οικογένεια μαζεμένη γύρω από ένα τραπέζι έχει φάει το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, το οποίο είναι κόκορας μακαρονάδα. Οι παλιές νοικοκυρές έφτιαχναν τα μακαρόνια την ίδια μέρα και τα έβραζαν σε άφθονο νερό με λάδι, τα πασπάλιζαν με μυτζήθρα και κανέλλα και τα "έκαιγαν" με λάδι αρωματισμένο με μια φλούδα λεμονιού. Ο κόκορας μαγειρευόταν στην κατσαρόλα αργά μέχρι να μαλακώσει με όλα του τα μυρωδικά και με σάλτσα ντομάτας. Ο νοικοκύρης ευχόταν καλή χρονιά στην αρχή του δείπνου και όλοι έπιναν σε αυτό. Όταν κόντευε να αλλάξει ο χρόνος, όλα τα φώτα και οι φλόγες στο σπίτι έσβηναν, εκτός από το τζάκι και μόλις έμπαινε ο νέος χρόνος, όλοι αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν, και πολύ συχνά οι άντρες του σπιτιού έριχναν ντουφεκιές. Αμέσως μετά, ο νοικοκύρης σταύρωνε τη βασιλόπιτα, το γλυκό της ημέρας, και ευχόταν καλή χρονιά και άρχιζε να κόβει ένα ένα τα κομμάτια με τη γνωστή σειρά "Του Χριστού, Της Παναγίας, του Αγιο-Βασίλη, του φτωχού, του σπιτιού..."
Το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς, τα μέλη της οικογένειας βγαίνοντας από το σπίτι πατούν μια πλατιά πέτρα που έχει φυλάξει η νοικοκυρά από την παραμονή και την έχει τοποθετήσει στο κατώφλι. Πηγαίνοντας προς την εκκλησία, ο νοικοκύρης παίρνει μαζί του ένα ρόδι και στο γυρισμό το σπάει με την είσοδο του στο σπίτι για να φέρει καρποφορία και ευγονία ο νέος χρόνος. Στην εκκλησία παρακολουθούν όλοι τη λειτουργία, αυτή του Μεγάλου Βασιλείου, στον οποίο είναι αφιερωμένη η γιορτή της ημέρας και μετά το πέρας της λειτουργίας, στη μητρόπολη κάθε πόλης ή χωριού γίνεται η δοξολογία για τη νέα χρονιά. Πολλοί κρεμούν πάνω από την εξώπορτα τους ένα μποτσίκι, όπως λέγεται στην τοπική διάλεκτο η αγριοκρεμμύδα, που θεωρείται φυτό που φέρνει γούρι!
Η βασιλόπιτα φτιάχνεται με αυγά, γάλα, αλεύρι και σταφίδες, καρύδια, μύγδαλα - όλα σύμβολα ευγονίας- και πασπαλίζεται με άχνη και κανέλλα. Μέσα της κρύβεται είτε ένα νόμισμα είτε ένα γούρι "που το έβαλε ο αγιο-Βασίλης" και όποιος το βρει είναι το τυχερό πρόσωπο της νέας χρονιάς, και συνήθως η τύχη του αυτή συνοδεύεται από ένα μποναμά, δηλαδή ένα χρηματικό ποσό ως δώρο! Μποναμάδες ή μπουναμάδες δίνονται και στα μικρά παιδιά της οικογένειας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, κυρίως τους άντρες. Το γλυκό της Πρωτοχρονιάς είναι οι κουραμπιέδες, που ετοιμάζονται από την παραμονή και σερβίρονται και ως γλύκισμα από τους εορτάζοντες με τα ονόματα Βασίλης ή Βασιλική!
Πηγή : http://messiniwn-ithi.blogspot.com
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Φοινικούντα |
Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.). Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, έφτιαχναν τις «κλούρες».
Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού.
Την πρώτη «κλούρα» την έφτιαχναν για το Χριστό και την έβαζαν στο καντήλι του σπιτιού.
ΤΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ
Κάστρο Μεθώνης |
Κόλιαντα μπάμπω μ’ κόλιαντα, κι εμένα μπάμπω μ’ κλούρα
Κι εμένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου
Κι αν δε μας δώσεις κόλιαντα δώσ’ μας ένα σιουτζιούκι
Να’ ναι τρανό, να’ ναι χοντρό, να’ ναι ζαχαρωμένο
Κι αν δεν έχεις κι σιουτζιούκι, δώσ’ μου τη θυγατέρα σ’
Να τη φιλώ, να την τσιμπώ να μι ζισταίν’ τα βράδια.
Σε μερικά σπίτια τους ζητούσαν να «σιουμπήσουν» (ανακατέψουν) τη φωτιά. Έμπαινε τότε μέσα ένα παιδί και με την «τσιουμπανίκα» του «σιουμπούσε» τη φωτιά λέγοντας: «Φέρνω αρνιά, φέρνω κατσίκια, φέρνω κι έναν γαμπρό» (ή ανάλογα με την περίσταση, ότι επιθυμούσαν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού). Αφού τα παιδιά λέγανε τα «κόλιαντα» και «σιουμπούσαν» τη φωτιά, τους δίνανε τις «κλούρες». Αν κάποιος ήθελε να δώσει κάστανα, καρύδια ή αμύγδαλα, έλεγε στα παιδιά να «β’λιάξουν». Τότε τα παιδιά έπεφταν στα γόνατα και βέλαζαν ενώ η νοικοκυρά τους έριχνε τα αμύγδαλα, καρύδια ή κάστανα. Αυτό γινόταν γιατί πίστευαν πως έτσι τα πρόβατα και τα γίδια τους θα γεννούσαν περισσότερα αρνιά και κατσίκια.
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ
Την ημέρα των Χριστουγέννων κανένας δε λείπει από την εκκλησία που είναι ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες μέσα στη νύχτα. Μετά τη λειτουργία, χαιρετά ο ένας τον άλλον και εύχεται «χρόνια πολλά».
Ακτή Φονέα Καρδαμύλη |
Η «γουρνοχαρά» είναι ένα από τα»σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα. Έτσι από παλιά όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο. (Εκτός πια και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα.) Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά".
Ηλιοβασίλεμα λίγο πριν τις Κιτριές |
Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.
Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια.
Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια).
Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.
Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες».
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.
Η παραλία της Καλαμάτας |
Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι.
Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.
Η ιστορική εκκλησία των Αγ. Αποστόλων της Καλαμάτας |
Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας, σε περίπτωση πού ο πατέρας έπεφτε θύμα γδικιωμού, ανατρέφονταν με μοναδικό σκοπό μεγαλώνοντας να πάρουν το αίμα του πίσω. Όταν η εκδίκηση ολοκληρωνόταν, η οικογένεια πού πήρε ικανοποίηση κλεινόταν στο σπίτι της, για να μην προκαλέσει την οικογένεια του σκοτωμένου.
Συχνά στόχος ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Το πρώτο κτύπημα δε γινόταν ποτέ απροειδοποίητα η πλευρά που προκαλούσε κήρυσσε επίσημα τον πόλεμο, χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δυο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους κι από κει και πέρα κάθε μέσο καταστροφής ήταν επιτρεπτό.
Ο ουδέτερος πληθυσμός του χωριού στο διάστημα που διαρκούσε η βεντέτα ή κρυβόταν ή απομακρυνόταν όσο να τελειώσει ο μικρός πόλεμος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κώδικας της βεντέτας επέτρεπε μια προσωρινή ανάπαυλα, την «τρέβα» την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος και όταν μάζευαν τις ελιές. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε σε γειτονικά χωράφια με νεκρική σιγή και τη νύχτα εφοδίαζαν τους πύργους με τρόφιμα και πυρομαχικά. Ο αγώνας ξανάρχιζε μόλις τέλειωνε η συγκομιδή.
Μια περιορισμένη ανακωχή μπορούσε επίσης να γίνει όταν ένα μέλος των αντιπάλων οικογενειών είχε βαφτίσια, γάμο ή κάτι ανάλογο. Ο συνηθέστερος φυσικά τρόπος με τον οποίο τέλειωνε η βεντέτα ήταν η εκμηδένιση της μιας μερίδας, οπότε τα υπολείμματά της σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια τους στο νικητή, ο οποίος έμενε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, ώσπου μια άλλη Νυκλιάνικη οικογένεια κατόρθωνε να συγκεντρώσει ή να δημιουργήσει αρκετή δύναμη για να τον προκαλέσει.
Νεοκλασσικό του Ερν. Τσίλερ στην παραλία της Καλαμάτας |
Ένα γεγονός που μπορούσε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη ήταν η τουρκική απειλή. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν η γενική τρέβα που ζήτησε ο Μαυρομιχάλης την παραμονή του πόλεμου της Ανεξαρτησίας.
Οι αντιδικίες πάντως συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση, αλλά σιγά-σιγά οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις μεταξύ Νυκλιάνων και υποτακτικών διαλύονταν, η παράδοση της βίας όμως συνεχίστηκε, έστω και χωρίς πια τους μεγάλους πόλεμους των Νυκλιάνων. Η παράδοση δεν κόπηκε αμέσως, αλλά περιορισμένη με μεμονωμένες εκδηλώσεις, συνεχίστηκε ως το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα φυσικά όλα αυτά αποτελούν αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.
Πηγή : www.mani.org.gr
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΟΛΥ ΑΝΑΡΤΗΣΤΕ ΠΑΛΙ ΟΛΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πάρα πολύ αγαπητέ φίλε που παρακαλουθείτε το blog της Μεσσηνιακής παράδοσης και λαογραφίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως υπάρχει μια σειρά που πρέπει να ακολουθήσουμε. Παράδοση και λαογραφία δεν είναι μόνο τα χωριά μας που ομορφαίνουν πραγματικά όλη τη Μεσσηνία. Συμφωνώ μαζί σας ότι αυτό το κομμάτι των δημοσιεύσεων είναι το καλύτερο. Όλοι ή σχεδόν όλοι θέλουν να δουν και άλλες μορφές της Μεσσηνιακής παράδοσης.
Σ' αυτό το σημείο να σας ενημερώσω ότι σε κάθε ένα από τους Δήμους υπάρχουν και άλλα χωριά που δεν έχουμε ακόμη εντοπίσει. Αυτές τις ημέρες το ψάχνουμε και και πολύ σύντομα θα αρχίσουμε να δημοσιεύουμε τα χωριά πάλι κατά Δήμο.
Σας ευχαριστούμε πολύ