Στην προσπάθεια που κάνουμε όλοι μαζί, σας ζητήσαμε να μας στείλετε τις Μεσσηνιακές λέξεις που γνωρίζετε για να
συμπληρώσουμε το «Μεσσηνιακό Λεξιλόγιο». Η ανταπόκρισή σας ήταν εντυπωσιακή με αποτέλεσμα τις λέξεις να
τις φτάσουμε στις 447 !
Μαρίνα Καλαμάτας |
Είναι
βέβαιο ότι οι λέξεις και φράσεις μπορεί να ξεπερνούν και τις 1000 ακόμα και να είναι υπέρ
διπλάσιες αυτών που σήμερα δημοσιεύουμε.
Εγώ,
σε όποια χωριά της Μεσσηνίας βρεθώ, για επαγγελματικούς λόγους, δεν παραλείπω
να ρωτάω και να σημειώνω τέτοιες «νέες, ως προς την έρευνά μας» αλλά παλιές και
παραδοσιακές λέξεις απ’ όλη τη Μεσσηνία.
Εσείς
λοιπόν Μεσσήνιοι, που θα θέλατε να δείτε
όλες τις λέξεις και φράσεις όλων των περιοχών της Μεσσηνίας, όπου και αν
βρίσκεστε, είτε στη Μεσσηνία, είτε στην υπόλοιπη Ελλάδα, είτε στην Ευρώπη, είτε
στην Αμερική, Καναδά, στη Λατινική Αμερική, στην Αυστραλία, στην Αφρική
κλπ θυμηθείτε κάποιες λέξεις των
παππούδων σας και των γονιών σας στείλτε τες μας να τις καταχωρήσουμε στο
λεξιλόγιό μας, Που ξέρετε, μπορεί αυτή η
προσπάθεια που κάνουμε να μείνει παρακαταθήκη
για τις επόμενες γενιές.
Τις
λέξεις αυτές μπορείτε να τις στείλετε στο e-mail: agsaouti@gmail.com, ή
αν θέλετε τηλεφωνείστε στο κινητό 6946
569305, ή πάλι μπορείτε να κάνετε το σχόλιό σας στο τέλος του δημοσιεύματος στο σχετικό χώρο.
Κορώνη |
A
1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού
φρατζόλας
2.
Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
3.
Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο
4.
Άγγουσα ζέστη = η κάψα
5. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
6.
Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
7.
Ακουμπέτι = παρά ταύτα
8.
Ακώ = ακούω
10.
Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης,
11.
Αληστρατήσεις = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω
- κάτω
12.
Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
13. Aμπαρώνω= κλειδώνω
14.
Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
15. Αμπέχονο =
καπαρντίνα
16. Αναγρυμώνω = παίρνω
θάρρος
17. Ανακλανιέμαι =
τεντόνωμαι
18. Αναζούπωσε =
ξαναζωντάνεψε.
19. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
19. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
20. Aνασκελώνομαι=
ετοιμάζομαι να φύγω
21. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα
22. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
23. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
23. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
24. Ανεβάσταγη =
ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
26. Αξύριγος = αξύριστος
27. Απίδι= αχλάδι,
28. Απόκανα = παρακουράστηκα,
29. Αποσταίνω = κουράζομαι
30. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
28. Απόκανα = παρακουράστηκα,
29. Αποσταίνω = κουράζομαι
30. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
31. Αραχνος = κακομοίρης,
32. Αρμάκι = μάντρα
33. Αρούκατος= άτσαλος
33. Αρούκατος= άτσαλος
34. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
35. Ασκί = τουλούμι.
36. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
37. Απόπατος = τουαλέτα
38. Αραούζης = ασουλούπωτος
39. Απαντοχή = υπομονή
36. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
37. Απόπατος = τουαλέτα
38. Αραούζης = ασουλούπωτος
39. Απαντοχή = υπομονή
40. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
41. Αποκορωμένος = καταραμένος
42. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
43. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
44. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
45. Απόρριξε =απέβαλλε
46. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
47. Αράδα = σειρά.
41. Αποκορωμένος = καταραμένος
42. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
43. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
44. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
45. Απόρριξε =απέβαλλε
46. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
47. Αράδα = σειρά.
48. Άρατος = άφαντος
49. Αρτήθηκα = έφαγα.
50. Αστράχα = αστραχα ειναι το μερος η εσοχη
που σχηματιζει το τελειωμα του τοιχου με τα
κεραμιδια απο μεσα στο σπιτι εκει που ακουμπουν τα ξυλα τησ σκεπης.
κεραμιδια απο μεσα στο σπιτι εκει που ακουμπουν τα ξυλα τησ σκεπης.
52. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
53.
Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε
σφάξω)
54. Αφόρμησα = μολύνθηκα
55. Αχάραγο = αφώτιστο
56. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
56. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β.
57. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
57. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
58. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα
59. Βαγένι = βαρέλι
59. Βαγένι = βαρέλι
Καλόγρια Στούπας |
61. Βανιώνω = παχαίνω
62. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
63. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
64.
Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
65. Βίκα = στάμνα
65. Βίκα = στάμνα
66. Βιλάδα
= η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
66. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
67. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
68. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
69. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
66. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
67. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
68. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
69. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
70. Bούζα=
χοντρή γυναίκα
71. Βούτα = τη
χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα
χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
72. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που
έβαζαν το μούστο.
Γ΄
73. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
73. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
74. Γαστέρα = κοιλιά
75. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
76. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
75. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
76. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
78. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ
χωρίς μανίκια
79. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από
εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που
σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία
της μύτης.
σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία
της μύτης.
80. Γκοργκούνι=
αστράγαλος
81. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό –
επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ
φαγητό.
φαγητό.
82. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
83. Γιγκλες=
εξαρτημα του σαμαριου
84. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και
παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
85. Γιουρούκι = σκουντούφλης
86. Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
87. Γκουργκούνι = αστράγαλος
88. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
88. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
89. Γνέματα = νήματα
90. Γούπατο = η περιοχή που είναι
χαμηλή (γούβα)
91. Γουστέρα = σαύρα
92. Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός
που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
93. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που
χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
Δ΄
94. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
Τέτοια τοπία σαν το ηλιοβασίλεμα στην παραλία της Καλαμάτας δεν βρίσκεις εύκολα. |
95. Δικόνες μου = ο δικός μου
96. διπουτσοσε=έδεναν
τα κατσίκια απο τα πόδια
97. Δραπέτσι = πολύ
ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
98. Δριστέλια = η νεροτριβή.
99. Δώθενε = από εδώ
Ε΄
Ε΄
100. Ευτού = εκεί
101. Εντο = νάτο
101. Εντο = νάτο
102. Εντοσα = ξεπιάστηκα
103. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
104. Εφτούνο = αυτό
104. Εφτούνο = αυτό
105. Έχουτε = έχετε.
Ζ΄
106. Ζεματάω = ρίχνω σε
καυτό νερό.
107. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
Η΄ 108. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
109. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Η΄ 108. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
Ι.Μ. Δημιόβης στο Ελαιοχώρι |
Θ΄
110. Θέλουτε = θέλετε
Κ΄
111. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
111. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
112. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που
τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
113. Καλύβω = καλύπτω.
114. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην
πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
115. Καμώνομαι = σωπαίνω.
116. Καπισταλι
= ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βιζενουν 117. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
118. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
119 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
120. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα
και πεταχτά αυτιά
122. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα
ζώων
123. Καταλιακού=
μες τον ήλιο.
124. Καταλαχού= κατά τύχη
125. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η
ζαβολιά, ο ζαβολιάρης
126. Κατσικώθηκε=
αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
127. κατσιμπούλα = μικρή
πεταλούδα
128. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
129. Κατσούλα = γάτα
129. Κατσούλα = γάτα
130. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα
μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της
ελιάς.
131. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
ελιάς.
131. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
132. Κατακεφαλιά =καρπαζιά
133. Καψερός = ο καημένος.
134. Κείθενε = από ‘κει,
135. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
136. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και
οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
137. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του
γόνατου, η κλείδωση.
138. Κλ.ωνα = κλωστή
138. Κλ.ωνα = κλωστή
139. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
140. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
141. Κούκλα = καλαμπόκι
140. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
141. Κούκλα = καλαμπόκι
142. Kοκόσια = αμύγδαλο
143. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
143. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
144. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της
σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
145. Κουλούκι = το κουτάβι
Άποψη Κυπαρισσίας από το Κάστρο |
147. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
148. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
149. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
149. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
150. Κουνενές = μωρό
151. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
152. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
151. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
152. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
153. Κονταυγές = χαράματα
154. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
155. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
156. Κιβούρι = μνήμα
155. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
156. Κιβούρι = μνήμα
157. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η
Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά
158. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να
μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
159. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
160. Κοφίνι =καλάθι.
160. Κοφίνι =καλάθι.
161. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο
λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
162. Κότσαλα = κοτσάνια
162. Κότσαλα = κοτσάνια
163. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια
έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα
κουκουνόμυγα.
164. Κούμπλα = βρύση,
165. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
κουκουνόμυγα.
164. Κούμπλα = βρύση,
165. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
Αγρίλης Φιλιατρών με το Λιμανάκι του |
166. Κουτουρού = τυχαία
167. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
167. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
168. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο
τραβήγματος κλαριού
169. Κοπελάτος = υπηρέτης
169. Κοπελάτος = υπηρέτης
170. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα
σκεπάσματα.
171. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει,
κουτσαίνεται
172.
Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
173. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
173. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
Λ΄
174.Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το
μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
175. λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
176. Λάκκος = αργαλειός
177. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των
αγρών.
178. Λιαδώματα = Κατσίκια
179. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη)
Κατεργάρης, απατεώνας
180. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που
σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
182. Λοκάνικο = λουκάνικο.
183. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
184. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια
πλυντήρια.
185. Λόπια = Φασόλια ξερά.
186. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο
και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ΄
187. Μαθές = λοιπόν
188. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε
σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
189 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
190. Μάπα= λάχανο.
190. Μάπα= λάχανο.
191. Μάπα = σφουγκαρίστρα
192. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
193. Μαρτίνι = κατσίκι
194. Μαπίζω = σφουγκαρίζω
194. Μαπίζω = σφουγκαρίζω
195. Με
μερμελάει= με ενοχλεί
196. Με πήγε
σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια
197. Μέσκουλες =
μούσμουλα
198. Μολόχα =
γεράνι
199. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
202. Μπαζουνιάζω=
τρώω πολύ
203. Μπαρτουμια=
τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
204. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
205. Μπουγέλος = κουβάς.
204. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
205. Μπουγέλος = κουβάς.
206.
Μπορούτε = μπορείτε
207. Μπόσικα = χαλαρά.
208. Μπάκα = κοιλιά.
207. Μπόσικα = χαλαρά.
208. Μπάκα = κοιλιά.
209. Μπαμπουλώνομαι
ή
μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά
ζεστά ρούχα
μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά
ζεστά ρούχα
210. Μπούρδας = χοντρός
211. Μπουρνέλια =
κορόμηλα
212. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
213. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
214. Μπάκακας =βάτραχος
212. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
213. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
214. Μπάκακας =βάτραχος
215. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
216. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε
το πρόσωπό μου
217. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω
218. Μπιντόνα = ντενεκές
219.
Μπότης= πήλινο
δοχείο κρασιού.
220. Μπουζία = γουρούνια.
220. Μπουζία = γουρούνια.
221. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν
παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
222. Μπότσα = ειδικό δοχείο από
ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
Παραλία Αγ. Ανδρέα |
224. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
225. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
226. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
227. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα
Ν΄
228. Ναχρικά = κατσαρολικά
229. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
230. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
231. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
229. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
230. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
231. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
232. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια
δραχμή
233. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
233. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
234. Ντόνω = ξεμουδιάζω,
235. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
235. Ντορβάς = ταγάρι
Ξ΄
236. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
Ξ΄
236. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
237. Ξείκλωτος = ατιμέλητος
238. Ξεκάμπησε,
= βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει
κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται.
κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται.
239. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που
ξεχωρίζει.
240. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα
(συνήθως με το γράβαλο)
241. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
242. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
243. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
244. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
Σκάφος τη νύχτα στο λιμάνι της Κορώνης |
242. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
243. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
244. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
245. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
246. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
247. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του
σπόρου του καλαμποκιού.
248. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
248. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
249. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα
(ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
Ο΄
250. Ολούθε = παντού
251. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια
Ο΄
250. Ολούθε = παντού
251. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια
252. Ούλοι = Όλοι
Π΄
253. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος
254. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
Π΄
253. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος
254. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
255. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο
σώμα)
256. Παράλυτε, (ρε) = ο βλάκας, ο άχρηστος.
257. Παραγώνι = τζάκι
Ηλιοβασίλεμα από το Κάστρο της Κορώνης |
258. Παράφθαστο = αξεπέραστο
259. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
259. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
260. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος)
261. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
261. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
262. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη.
263. Πατάκα = πατάτα.
264. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
265. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
264. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
265. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
266. Πελεκάω = χτυπάω.
267. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών
σε σπίτια για ομαδική εργασία.
268. Πετσάφι = μικρό
πανί κουζίνας
269. Πετσί λουρί = χέσιμο,
269. Πετσί λουρί = χέσιμο,
270. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
271. Πιλαλάω = τρέχω,
272. Πιλάλα = τρέξιμο,
271. Πιλαλάω = τρέχω,
272. Πιλάλα = τρέξιμο,
273. πινιάτα
= μικρό πήλινο πιθάρι
274. Πιτάρι = μελισσοκέρι
275. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
276. Πέσε μου = πες μου,
277. Πλακουτσά = πλακωτά.
274. Πιτάρι = μελισσοκέρι
275. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
276. Πέσε μου = πες μου,
277. Πλακουτσά = πλακωτά.
278. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα
σε πλευρομετρήσω)
279. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των
κρεμμυδιών.
282. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα
283. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
284. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
283. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
284. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
285. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που
έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
286. Προσμπούκι = κολατσιό
287. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
288. Προσώρας = προσωρινά.
286. Προσμπούκι = κολατσιό
287. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
288. Προσώρας = προσωρινά.
289. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά.
Ρ΄
290. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
290. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
291. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι
και του πέφτει εύκολα.
292. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
292. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
293. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του
άχυρου στο κατώι του σπιτιού.
294. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης
ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα,
αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία)
αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία)
295. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι,
λαδερό
296. Ρούγα = γειτονιά
296. Ρούγα = γειτονιά
297. Ρουκουνιάζω=
τρώω πολύ και γρήγορα
298. Ρουκούλησε
= κύλησε
300.
Ρουτα
= πανινι/φτιαρι Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο
301. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
302. Ρεντάω = ραντίζω.
301. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
302. Ρεντάω = ραντίζω.
Σ΄
303. Σαγάνι = πιάτο,
303. Σαγάνι = πιάτο,
304. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο
από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
305. Σακάτου = εκεί κάτω,
306. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.
307. Σαλάγημα = Κυνήγημα
308. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
308. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
309. Σαπάνου = εκεί επάνω.
310. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα,
311. Σαρώνω = σκουπίζω,
312. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
313. Σάψαλο = σάπιο
314. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
311. Σαρώνω = σκουπίζω,
312. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
313. Σάψαλο = σάπιο
314. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
315. σβώλος = μικροκαμωμένος.
316. Σβιλάδα = τρέλλα.
317. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα
επιφανειακά όπως οι κότες.
318. Σγούφτω=σκύβω,
319. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
320. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
321. Σειριά = σόϊ
322. Σεργούνι = η ξεφτύλα
Μια από τις παραλίες της Γιάλοβας |
318. Σγούφτω=σκύβω,
319. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
320. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
321. Σειριά = σόϊ
322. Σεργούνι = η ξεφτύλα
323. Σιρίτια = κορδόνια
324. Σίχλος = κουβάς
325. Σκάλος = σκάλισμα
326. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
327. Σκατοψύχια = κατάρες.
326. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
327. Σκατοψύχια = κατάρες.
328. Σκαβούτα = χελώνα
329. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
330. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
331. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
332. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
329. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
330. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
331. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
332. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
333. Σκεύομαι = σκέπτομαι
334. Σκουληκαντέρα = γλίτσα.
334. Σκουληκαντέρα = γλίτσα.
335.
Σκουτέλα=
κούπα
336. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
336. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
337. Σκουτέλα = φλυτζάνα
338. Σουβή=συμφορά,
338. Σουβή=συμφορά,
339. Σκατογένης = διάβολος
340. Σκορδοστούμπι = γουδί,
341. Σκουράντζος= ρέγγα,
342. Σκούζω = φωνάζω,
340. Σκορδοστούμπι = γουδί,
Πετροχώρι Παραλία Αμμόλοφοι |
342. Σκούζω = φωνάζω,
342.
Σκουτέλα=
κούπα
343. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
345. Σούγελο = υδροροή
346. Σούδα = στενό δρομάκι,
347. Σουράω= σφυρίζω,
348. Σπάρτο = κατσαφάνα
349. Σταθιμός= σταθμός,
350. Σπερνά = κόλυβα,
351. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
343. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
345. Σούγελο = υδροροή
346. Σούδα = στενό δρομάκι,
347. Σουράω= σφυρίζω,
348. Σπάρτο = κατσαφάνα
349. Σταθιμός= σταθμός,
350. Σπερνά = κόλυβα,
351. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
352. Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα
στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του αλωνιού.
353. Στρατόνι = πεζούλα
354. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
355. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
353. Στρατόνι = πεζούλα
354. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
355. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
356. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω
357. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
357. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
358. Συγγενικό (που να σεβρει
συγγενικό) = που να σε βρει κακό.
359. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
360. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
359. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
360. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
361. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω
362. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
362. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
365. Στεγνώξω = στεγνώσω
366. Σύχλο = κουβάς
367. Σφαρδάκλι = βάτραχος
368. Σώνει = φτάνει.
367. Σφαρδάκλι = βάτραχος
368. Σώνει = φτάνει.
369. Σώστο = πιάστο
370. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι
δυνάμεις μας.
Τ΄
371. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
372. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
Τ΄
371. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
372. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
373. Ταπίστωμα = ανάποδα
374. Ταχειά = αύριο,
375. Τέτζερης = κατσαρόλα,
376. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
374. Ταχειά = αύριο,
375. Τέτζερης = κατσαρόλα,
376. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
377. Τηλώθηκα = χόρτασα
378. Τι λογό = τι είδος,
379. Τηράου=βλέπω,
378. Τι λογό = τι είδος,
379. Τηράου=βλέπω,
380. Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα
381. Τουρλώνω = φουσκώνω,
382. Τουρνόκολα = ανάποδα
383. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
384. Τράβα= καδρόνι στέγης,
381. Τουρλώνω = φουσκώνω,
382. Τουρνόκολα = ανάποδα
383. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
384. Τράβα= καδρόνι στέγης,
385. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που
έφτιαχναν οι νοικοκυρές.
386. Τριχιά = σκοινί
387. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
388. Τσακάω = τσακίζω
387. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
388. Τσακάω = τσακίζω
389. Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα
390. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
391. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί.
390. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
Παραλία Μεθώνης |
392. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
393. Τσαούσα =
γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά
394. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού,
395. τσεράνα = δύστυχη
396. Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα,
397. Τσικάου = τσουγκρίζω.
397. Τσικάου = τσουγκρίζω.
398. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω.
399. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
399. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
400. Τσουλάγρα = πιτσιλιά
401. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
402. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
403. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
404. Τσουράπι= κάλτσα,
405. Τσιγκλάω = προτρέπω,
406. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄
407. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
408. Φαγανιάρης = λαίμαργος
409. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
401. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
402. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
403. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
404. Τσουράπι= κάλτσα,
405. Τσιγκλάω = προτρέπω,
406. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄
407. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
Παλαιόκαστρο Πύλου, Πανοραμική φωτο. |
409. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
410. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που
είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
411. Φιότσος = βαφτηστήρι
412. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
413. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα
414. Φλομώνω = ζαλίζω.
412. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
413. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα
414. Φλομώνω = ζαλίζω.
415. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό
416. Φλύχτρες = σπυράκια
417. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι
νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν
οδηγό.
οδηγό.
Ποταμός Νέδα. |
418.
Φορτσέρι = μπαούλο
419. Φούγα = οργή
420. Φουρφουράω = θορυβώ
419. Φούγα = οργή
420. Φουρφουράω = θορυβώ
421. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος
422. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
422. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
423. Φτενός = λεπτός.
424. Φτούνος = αυτός.
424. Φτούνος = αυτός.
Χ.
425. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το
στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος
426. Χάμου = κάτω.
427. Χαμούρι = το σπάσιμο του
ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
428. Χαρανί = καζάνι,
428. Χαρανί = καζάνι,
429. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού
430. Χαντρολέμι = κολιέ,
431. Χαλαστάρι = πέτρα
432. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
431. Χαλαστάρι = πέτρα
432. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
433. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από
το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
434. Χαρχαλεύω = ψάχνω
Πολυλίμνιο. Ένα από τα θαύματα της φύσης |
435. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό
μισοχαλασμένο σπίτι.
436. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
436. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
437. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας
(από το χέσαμε όλοι)
438. Χόβολη = στάχτη.
439. Χουνέρι = πάθημα.
438. Χόβολη = στάχτη.
439. Χουνέρι = πάθημα.
440. Χούνι = το φαράγγι
441. Χορήγι = ασβέστης.
442. Χουγιάζω = βρίζω.
441. Χορήγι = ασβέστης.
442. Χουγιάζω = βρίζω.
443. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει
να βράζει πχ ένα φαγητό.
444. Χρίζω = αλείφω.
445. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
446. ψες = χθές.
445. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
446. ψες = χθές.
Ω.
447. Ωρέ = Ρε
Νταμαχιαρης = Αχόρταγος
ΑπάντησηΔιαγραφήαφησα την πόρτα "μπαούρδα" έλεγε η γιαγιακα μου δηλαδη ολάνοιχτη...και όταν ήμουν μικρή μ΄επερνε "μπορμπόλα" στην πλάτη...
ΑπάντησηΔιαγραφήπαραπανω απο τα μισα τα λενε οι πιο πολλοι ελληνες,χωρις παρεξηγηση φυσικα :P
ΑπάντησηΔιαγραφήΛαχίδι = Κομμάτι γης κληρονομημένο μετά από κλήρωση, π.χ. όταν μοιραζόταν η πατρική περιουσία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάνει καλοσύνη= Είναι μια ηλιόλουστη μέρα.
νταρακλιάς= ψευτομαγκας, αλήτης
ΑπάντησηΔιαγραφήστόμας=στόμα